- παραφυες
- παραφυέςπαρα-φυέςτό ответвление, отрасль
(τῆς διαλεκτικῆς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς διαλεκτικῆς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραφυές — παραφυής growing beside masc/fem voc sg παραφυής growing beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφυής — ές, ΜΑ [παραφύω] μσν. (για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek